pf. of ῥιγέω.
ἔρρῑγα: πρκμ. τοῦ ῥιγέω· Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρρίγοντι.
v. ῥιγέω.
ἔρρῑγα: παρακ. με Ενεστ. σημασία του ῥιγέω· ἐρρίγησα, αόρ. αʹ.
ἔρρῑγα: pf. 2 к ῥιγέω.