ἔρριγα

Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

pf. of ῥιγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρρῑγα: πρκμ. τοῦ ῥιγέω· Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρρίγοντι.

French (Bailly abrégé)

v. ῥιγέω.

Greek Monotonic

ἔρρῑγα: παρακ. με Ενεστ. σημασία του ῥιγέω· ἐρρίγησα, αόρ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρρῑγα: pf. 2 к ῥιγέω.