καλλιπάρθενος

Revision as of 14:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful nymphs, Νείλου . . κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une belle jeune fille.
Étymologie: καλός, παρθένος.

Greek Monolingual

καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθένος.

Greek Monotonic

καλλιπάρθενος: -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· δέρηκ., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπάρθενος: 1) изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);
2) принадлежащий прекрасной деве, девичий (δέρη Eur.).