παντόσεμνος

Revision as of 14:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A = πάνσεμνος, A.Eu.637.

German (Pape)

[Seite 464] = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.

Greek (Liddell-Scott)

παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 637.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυσέβαστος.

Greek Monotonic

παντόσεμνος: -ον, = πάνσεμνος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παντόσεμνος: окруженный глубочайшим уважением (ἀνήρ Aesch.).