φεῦξις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = φύξις, S.Ant.362 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1267] ἡ, = φύξις, Soph. Ant. 359 Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται.
Greek (Liddell-Scott)
φεῦξις: -εως, ἡ, = φύξις, Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται Σοφ. Ἀντ. 362.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. φύξις.
Greek Monolingual
-εύξεως, ἡ, Α φεύγω
(ποιητ. τ.) φυγή ή διαφυγή, φύξις.
Greek Monotonic
φεῦξις: -εως, ἡ, = φύξις, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φεῦξις: εως ἡ Soph. = φύξις.