παραρρηγνύω
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
c. παραρρήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
παραρρηγνύω: (= παραρρήγνυμι 2) воен. прорывать, расстраивать (τὴν δύναμιν Plut.).
seul. prés.
c. παραρρήγνυμι.
παραρρηγνύω: (= παραρρήγνυμι 2) воен. прорывать, расстраивать (τὴν δύναμιν Plut.).