ἀγρόμενος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρόμενος: συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. syncopé de ἀγείρω.
English (Autenrieth)
see ἀγείρω.
Greek Monotonic
ἀγρόμενος: Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρόμενος: эп. part. aor. pass. к ἀγείρω.