ἀνένεικα

Revision as of 16:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Ion. aor. Act. of ἀναφέρω.

German (Pape)

[Seite 223] Od. 11, 625, ἀνενείκατο Il. 19, 314, ἀνενειχθείς Her. 1, 116, ion. ep. aor. zu ἀναφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνένεικα: Ἰων. ἐνεργ. ἀόρ. τοῦ ἀναφέρω.

French (Bailly abrégé)

pf. Act. ion. de ἀναφέρω.

Greek Monotonic

ἀνένεικα: -ενεικάμην, -ενείχθην, Ιων. αόρ. αʹ Ενεργ. Μέσ. και Παθ. του ἀνα-φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνένεικα: ион. aor. к ἀναφέρω.