ἀπόρρημα

Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀπερὦ)

   A prohibition, Pl.Plt.296a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.

Spanish (DGE)

-ματος, τό prohibición Pl.Plt.296a, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀπόρρημα, το (Α) ρήμα
απαγόρευση.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρημα: ατος τό запрет, запрещение Plat.