ἀπονήτως
French (Bailly abrégé)
adv.
sans peine, facilement;
Sp. ἀπονητότατα.
Étymologie: ἀπόνητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονήτως: (только superl. ἀπονήτατα) без труда, легко Her.
adv.
sans peine, facilement;
Sp. ἀπονητότατα.
Étymologie: ἀπόνητος.
ἀπονήτως: (только superl. ἀπονήτατα) без труда, легко Her.