ἁρμόττω

Revision as of 17:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόττω: ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ ἁρμόζω, -ζόντως, ἅ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

impf. ἥρμοττον;
c. ἁρμόζω.

Spanish (DGE)

ἁρμοττόντως v. ἁρμόζω.

Greek Monotonic

ἁρμόττω: Αττ. αντί ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμόττω: = ἁρμόζω.