ἀσπάλαξ

Revision as of 17:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[πᾰ], ακος, ὁ, elsewh. σπάλαξ (q. v.),

   A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.HA533a3, Antig.Mir.10, Stoic.2.51, Ael.NA17.10; ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612: prov., τυφλότερος ἀσπάλακος Diogenian.8.25.

German (Pape)

[Seite 373] ακος, ὁ, = σπάλαξ, Maulwurf, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάλαξ: [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ σπάλαξ (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
taupe, animal.
Étymologie: ἀ- prosth., σπάλαξ.

Spanish (DGE)

-ακος, ὁ

• Alolema(s): ἀσφάλαξ Babr.108.13, Str.15.1.44, cf. σπάλαξ
1 zool. topo, spalax typhlus c. ref. gener. a su falta de vista, Arist.HA 533a3, Metaph.1022b26, Aesop.234.3, Babr.l.c., Chrysipp.Stoic.2.51, Et.Gen.1330
como símbolo de la ceguera, en prov. τυφλότερος ἀσπάλακος Diogenian.1.8.25, cf. Horap.2.63
c. ref. a su procedencia ἐν τῇ Βοιωτίᾳ ἀσπάλακες ... πολλοὶ γίγνονται Arist.HA 605b31, cf. Antig.Mir.10, Ael.NA 17.10, Opp.C.2.612
como animal inmundo, LXX Le.11.30, Gp.13.7
en comparación c. un tipo de hormigas indias por su facilidad para horadar, Str.15.1.44.
2 medic. n. de una afección de los ojos, Gal.14.558, cf. ἀσφαλακία, σπαλακία.

• Etimología: v. σπάλαξ

Russian (Dvoretsky)

ἀσπάλαξ: ᾰκος ὁ крот Arst., Plut.