ἀτρύπητος

Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.

German (Pape)

[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non percé.
Étymologie: ἀ, τρυπάω.

Spanish (DGE)

-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρύπητος: (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος 1.