ἀφριόεις

Revision as of 17:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εσσα, εν, (ἀφρός)

   A foamy, γένειον AP7.531 (Antip.Thess.); γάλακτος τεῦχος Nic.Al.206, cf. Hymn.Is.164.

German (Pape)

[Seite 415] εσσα, εν, schäumend, Antp. Th. 26 (VII, 531); Nic. Al. 206.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
écumeux.
Étymologie: ἀφρός.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
espumeante ἐν δὲ γάλακτος ἀφριόεν νέμε τεῦχος Nic.Al.206, γένειον AP 7.531 (Antip.Thess.)
neutr. subst. (τὸ) ἀφριόεν la espuma marina, el mar ἐπ' ἀφριόεντι δὲ Νερεὺς πλᾶζε τ[ρ] ίαιναν [ἔ] χων ... ἄνθεσιν ἄχνας Hymn.Is.164 (Andros).

Greek Monotonic

ἀφριόεις: -εσσα, -εν (ἀφρός), αφρώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφριόεις: όεσσα, όεν покрытый пеной Anth.