γελώων

Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

γελώωντες,

   A v. γελάω.

Greek (Liddell-Scott)

γελώων: γελώωντες, ἴδε ἐν λ. γελάω.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. de γελάω.

Greek Monotonic

γελώων: γελώωντες, Επικ. τύποι· βλ. γελάω.

Russian (Dvoretsky)

γελώων: v. l. γελοίων эп. impf. к γελάω.