[Seite 468] ion. = βοηθέω.
βωθέω: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ βοηθέω.
ion. c. βοηθέω.
v. βοηθέω.
βωθέω: Ιων. συνηρ. αντί βοηθέω.
βωθέω: ион. = βοηθέω.