γλυκυηχής

Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Dor. γλῠκυ-ᾱχής, ές,

   A sweet-voiced, AP9.26 (Antip. Thess.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκῠηχής: -ές, γλυκέως ἠχῶν, γλυκὺν παράγων ἦχον, Ἀνθ. Π. 9. 26.

Greek Monolingual

-ές
βλ. γλυκύηχος.

Greek Monotonic

γλῠκῠηχής: -ές (ἦχος), αυτός που ηχεί, ακούγεται γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλυκυηχής: сладостно поющий, певучий (Μύρτις Anth.).