διαζητέω

Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt.258b, etc.    II seek out, invent, λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439.

Greek (Liddell-Scott)

διαζητέω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. εὑρίσκω, ἐφευρίσκω, λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439.

Spanish (DGE)

investigar, examinar διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.Eq.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.Plt.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.Th.439
abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).

Russian (Dvoretsky)

διαζητέω: 1) рассматривать, исследовать (τινα Plat.);
2) изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).