διαιρετικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
en divisant, en distinguant.
Étymologie: διαιρετικός.
Russian (Dvoretsky)
διαιρετικῶς: разделяя, расчленяя (λέγειν Plut.).
adv.
en divisant, en distinguant.
Étymologie: διαιρετικός.
διαιρετικῶς: разделяя, расчленяя (λέγειν Plut.).