ἀπόφορος
English (LSJ)
ον,
A not to be borne or suffered, μίασμα Phalar.Ep.141 (ἀπότροπον Ruhnk.). 2 past bearing, δένδρα Hsch.; cf. ἀποφόρος· ἀσθενέστερος, Id.
ον,
A not to be borne or suffered, μίασμα Phalar.Ep.141 (ἀπότροπον Ruhnk.). 2 past bearing, δένδρα Hsch.; cf. ἀποφόρος· ἀσθενέστερος, Id.