διέπραθον

Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

διεπρᾰθ-όμην,

   A v. διαπέρθω.

Greek (Liddell-Scott)

διέπρᾰθον: διεπρᾰθόμην, ἴδε ἐν λ. διαπέρθω.

French (Bailly abrégé)

v. διαπέρθω.

English (Autenrieth)

see διαπέρθω.

Spanish (DGE)

v. διαπέρθω.

Greek Monotonic

διέπρᾰθον: -επρᾰθόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του διαπέρθω.

Russian (Dvoretsky)

διέπρᾰθον: Hom. aor. 2 к διαπέρθω.