διόψομαι

Revision as of 18:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διόψομαι: ἴδε ἐν λ. διοράω.

French (Bailly abrégé)

f. de διοράω.

Spanish (DGE)

v. διοράω.

Greek Monotonic

διόψομαι: μέλ. του διοράω.

Russian (Dvoretsky)

διόψομαι: fut. к διοράω.