διεράω
English (LSJ)
A strain through, Plu.2.692c (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
διεράω: διηθῶ, στραγγίζω, Πλούτ. 2 692C· - διέρᾱμα, τό, ἠθμός, τρυπητόν, στραγγιστήριον, αὐτόθι 1088Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
filtrer.
Étymologie: DELG cf. ἐξεράω.
Spanish (DGE)
pasar por un filtro en v. pas., del vino, Plu.2.692c.
Russian (Dvoretsky)
διεράω: процеживать Plut.