δυσβίοτος

Revision as of 18:58, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A making life wretched, πενίη AP7.648 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 677] elend lebend; πενίη Leon. Tar. 64 (VII, 648).

Greek (Liddell-Scott)

δυσβίοτος: -ον, (βίοτος) ὁ καθιστῶν τὸν βίον δυστυχῆ, πενίη Ἀνθ. Π. 7. 648.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est pénible.
Étymologie: δυσ-, βίοτος.

Spanish (DGE)

-ον
que hace la vida penosa, que amarga la vida Alc.130(b)1 (dud.), πενίη AP 7.648 (Leon.).

Greek Monolingual

δυσβίοτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.

Greek Monotonic

δυσβίοτος: -ον, αυτός που καθιστά τη ζωή άθλια, αξιοθρήνητη, πενίη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυσβίοτος: отягощающий жизнь, мучительный (πενίη Anth.).