δυσφυής
English (LSJ)
ές,
A germinating tardily, Thphr.HP7.1.3: Sup., ibid.
German (Pape)
[Seite 690] ές, schwer, langsam wachsend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφυής: -ές, δυσκόλως αὐξανόμενος, φυόμενος, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 1, 3.
Spanish (DGE)
-ές
1 bot. que brota o germina con dificultad κορίαννον Thphr.HP 7.1.3, cf. 8.1.5, CP 4.3.1, 6.8
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de germinar Thphr.CP 2.11.10.
2 de peces que crece poco de la anchoa, Arist.Fr.332, cf. Eust.1150.41.
Greek Monolingual
δυσφυής, -ές (Α)
αυτός που αυξάνεται με δυσκολία.
Russian (Dvoretsky)
δυσφυής: с трудом или крайне медленно растущий Arst.