ἐγκονητί

Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Adv.

   A actively, vigorously, by perseverance, Pi.N.3.36.

German (Pape)

[Seite 709] in Eile, mit Anstrengung, κατέμαρψεν, Pind. N. 3, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκονητί: ἐπίρρ., συντόνως, μετὰ πόνου, κατέμαρψεν ἐγκονητὶ Πινδ. 3. 61.

English (Slater)

ἐγκονητί
   1 non sine pulvere i. e. vigorously καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (ἀντὶ τοῦ ἐνεργῶς. Σ) (N. 3.36)

Spanish (DGE)

adv. esforzadamente ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐ. Pi.N.3.36.

Greek Monolingual

ἐγκονητί επίρρ. (Α)
με πολύ αγώνα, με κόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκονητί: adv. не без пыли, т. е. с большим трудом Pind.