ἑκατηβελέτης

Revision as of 19:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ου, ὁ, = sq.,

   A ἄναξ Il.1.75, Hes.Sc.100 : Subst., h.Ap.157 :—fem. ἑκᾰτη-βελέτις, ιδος, ἡ, Pythag. name for six, Theol.Ar. 37.

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, = ἑκατηβόλος, Il. 1, 75; H. h. Apoll. 157; Hes. Sc. 100.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτηβελέτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Α. 75, Ἡσ. Ἀσπ. 100, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 157.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ἑκατηβόλος.

English (Autenrieth)

ᾶο = ἑκατηβόλος, Il. 1.75†.

Greek Monotonic

ἑκᾰτηβελέτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκᾰτηβελέτης: ου adj. m Hom., HH, Hes. = ἑκατηβόλος.