ἐμπαίκτης

Revision as of 19:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mocker, deceiver, LXXIs.3.4, 2 Ep.Pet.3.3, Ep.Jud. 18.

German (Pape)

[Seite 809] ὁ, der da verspottet, der Betrüger, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐμπαίζων, ὁ ἀπατῶν, ἀπατεών, Ἐπιστ. Β΄ Πέτρου γ΄, 3, Ἰούδ. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se joue de, imposteur.
Étymologie: ἐμπαίζω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 escarnecedor, burlador ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν LXX Is.3.4, ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται ... πορευόμενοι 2Ep.Petr.3.3, cf. Ep.Iud.18, Phys.A 53.
2 embaucador τί οὖν ἐνπαίκτην λέγεις τὸν Χριστὸν; Ps.Caes.134.1.

English (Strong)

from ἐμπαίζω; a derider, i.e. (by implication) a false teacher: mocker, scoffer.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐμπαικτου, ὁ, (ἐμπαίζω), a mocker, a scoffer: Isaiah 3:4. Not used by secular authors.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εμπαίκτρια, η) (AM ἐμπαίκτης, ο
Μ και θηλ. ἐμπαίκτρια)
αυτός που εμπαίζει, που εξαπατά.

Greek Monotonic

ἐμπαίκτης: -ου, ὁ, είρωνας, απατεώνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐμπαίκτης: ου ὁ насмешник, хулитель NT.