ἐνευδαιμονέω

Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A to be happy in, Th.2.44, D.S.34.3; τῷ καιρῷ Lib.Or. 14.43.

German (Pape)

[Seite 839] darin, dabei glücklich sein, τινί, Thuc. 2, 44 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνευδαιμονέω: εὐδαιμονῶ ἔν τινι, οἷς ἐνευδαιμονῆσαι Θουκ. 2. 44· ταῖς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν Διόδ. Ἀποσπ. 601. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être ou vivre heureux dans.
Étymologie: ἐν, εὐδαιμονέω.

Spanish (DGE)

sentirse dichoso en, ser feliz en οἷς ἐνευδαιμονῆσαι τε ὁ βίος ... ξυνεμετρήθη a quienes la vida les fue medida para ser felices en ella Th.2.44
c. dat. ταῖς βασιλείαις D.S.34/35.3, cf. SIG 798.14 (Cízico I d.C.), Lib.Or.14.43.

Greek Monotonic

ἐνευδαιμονέω: μέλ. -ήσω, είμαι ευτυχισμένος στην ζωή μου, ευτυχώ, ευημερώ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνευδαιμονέω: (в чем-л. или чем-л.) быть счастливым, наслаждаться счастьем Thuc., Diod.