ao.2 épq. de ἐπέρχομαι.
see ἐπέρχομαι.
ἐπήλῠθον: Επικ. αόρ. βʹ του ἐπέρχομαι.
ἐπήλῠθον: эп. aor. к ἐπέρχομαι.