[Seite 875] aor. II. zu ἐξαιρέω.
ao.2 Act. de ἐξαιρέω.
ἐξεῖλον: αόρ. βʹ του ἐξαιρέω.
ἐξεῖλον: aor. 2 к ἐξαιρεω.