ἐπικύησις

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A superfetation, Id.Fr.259,260 Bonitz; title of treatise by Hp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικύησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικυΐσκεσθαι, δευτέρα ἐγκυμοσύνη, ἐπιγραφὴ πραγματείας Ἱπποκράτους ΠΕΡΙ ΕΠΙΚΥΗΣΙΟΣ, Ἱππ. 260, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 223· μεταφ. Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 136. 5, ἔκδ. Βόννης.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικύησις: εως ἡ вторичное зачатие (до окончания предыдущей беременности) Arst.