ἐπιλινευτής

Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who catches with nets, prob. in AP6.93 (Antip.<Thess.>).

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, der Jäger mit Stellnetzen, Antip. Sid. 13 (VI, 93), ὁὐπιλινευτής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλῐνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβλέπων τὰ θηρευτικὰ λίνα, δίκτυα, ἢ ὁ δ’ αὐτῶν θηρεύων, Ἀνθ. Π. 6. 93 Ἰακώψ.

Greek Monolingual

ἐπιλινευτής, ὁ (Α)
αυτός που επιβλέπει τα κυνηγετικά δίχτια, ο κυνηγός πουλιών με δίχτια.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλῐνευτής: οῦ ὁ охотник, расставляющий тенета, зверолов Anth.