ἑρμογλυφία

Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 1033] ἡ, Plut. gen. socr. 10 διὰ τῶν ἑρμογλυφιῶν, wo ἑρμογλυφέων zu lesen, durch die Bildhauerstraße.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
l’art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.

Greek Monolingual

ἑρμογλυφία, ἡ (Α) ερμογλύφος
η τέχνη του ερμογλύφου, η γλυπτική.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλῠφία: ἡ портретная скульптура (Plut. - v. l. Ἑρμογλύφαι).