ἑρμογλυφεῖον

Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

τό,

   A statuary's shop, Pl.Smp.215b.

German (Pape)

[Seite 1033] τό, Bildhauerwerkstatt, Plat. Conv. 215 a. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμογλῠφεῖον: τό, ἐργαστήριον γλυπτικῆς, Πλάτ. Συμπ. 215Α.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier de statuaire.
Étymologie: ἑρμογλυφεύς.

Greek Monotonic

ἑρμογλῠφεῖον: τό, εργαστήριο γλυπτικής, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμογλῠφεῖον: τό мастерская ваятеля Plat.