ἑρμογλυφεῖον
English (LSJ)
τό,
A statuary's shop, Pl.Smp.215b.
German (Pape)
[Seite 1033] τό, Bildhauerwerkstatt, Plat. Conv. 215 a. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμογλῠφεῖον: τό, ἐργαστήριον γλυπτικῆς, Πλάτ. Συμπ. 215Α.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de statuaire.
Étymologie: ἑρμογλυφεύς.
Greek Monotonic
ἑρμογλῠφεῖον: τό, εργαστήριο γλυπτικής, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφεῖον: τό мастерская ваятеля Plat.