ἐρείομεν

Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείομεν: ἀντὶ ἐρέωμεν, Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτακτ. τοῦ ἐρέω (ἐρωτῶ), Ἰλ. Α. 62.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de ἐρέω².

English (Autenrieth)

see ἐρέω.

Greek Monotonic

ἐρείομεν: Επικ. αντί ἐρέωμεν, αʹ πληθ. υποτ. του ἐρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρείομεν: эп. 1 л. pl. conjct. к ἐρέω I.