ἕστο

Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A v. ἕννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστο: ἴδε ἕννυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.

Greek Monotonic

ἕστο: γʹ ενικ. υπερσ. του ἕννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἕστο: эп. 3 л. sing. ppf. к ἕννυμι.