ἐρυθρόγραμμος

Revision as of 20:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A with red lines, Arist.Fr.294, cf. Ath.7.321e.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothen Linien, Ath. VII, 305 d 321 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρόγραμμος: -ον, ἐρυθρὰς ἔχων γραμμάς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278, πρβλ. Ἀθήν. 321Ε.

Greek Monolingual

ἐρυθρόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει κόκκινες γραμμές («ἐστι δὲ πολύγραμμος καὶ ἐρυθρόγραμμος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -γραμμος < γραμμή.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθρόγραμμος: с красными полосами (σάλπη Arst.).