v. τρέφω.
see τρέφω.
ἐτράφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του τρέφω· Ενεργ. ἔτρᾰφον, με ίδια σημασία.
ἐτράφην: aor. 2 pass. к τρέφω.