ἔσχον: ἐσχόμην, ἴδε ἔχω.
ao.2 de ἔχω.
see ἔχω.
ἔσχον: ἐσχόμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. βʹ του ἔχω.
ἔσχον: aor. 2 к ἔχω.