εὐδαιμόνισμα

Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is thought to be a happiness, Pl.Ep.354c.    II congratulation, App.BC4.16.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, das als ein Glück Geschätzte, Plat. Ep. VIII, 354 c; das Glücklichpreisen, App. Civ. 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμόνισμα: τό, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς εὐδαιμονία, Πλάτ. Ἐπιστ. 354C. ΙΙ. συγχαρητήριον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 16.

Greek Monolingual

εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) ευδαιμονίζω
1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία
2. τα συγχαρητήρια.

Russian (Dvoretsky)

εὐδαιμόνισμα: ατος τό то, что считается счастьем (ἀνοήτων εὐ. ἀνθρώπων Plat.).