εὐχρήστημα

Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A advantage received, Stoic.3.23.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.

Greek Monolingual

εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.