ατος, τό,
A advantage received, Stoic.3.23.
εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.
εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώκέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.
εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.