ἥσσημα

Revision as of 21:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1177] τό, att. ἥττημα, die Niederlage, Sp.

Greek Monolingual

ἥσσημα, το (Α)
βλ. ἥττημα.

Russian (Dvoretsky)

ἥσσημα: атт. ἥττημα, ατος τό
1) упадок, оскудение NT;
2) беда, грех NT.