[Seite 1353] s. κατακλείω.
κατακλῄω: ἴδε ἐν λ. κατακλείω.
ao. Pass. κατεκλῄσθην;att. c. κατακλείω.
κατακλῄω (Α)(αττ. τ.) βλ. κατακλείω.
κατακλῄω: атт. = κατακλείω.