καταδειλιάω

Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A show cowardice, D.61.28; spoil by cowardice, οὐδέν X. An.7.6.22.

German (Pape)

[Seite 1345] aus Feigheit versehen, vernachlässigen, τί neben καταβλακεύω Xen. An. 7, 6, 22; ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. 61, 28; Hdn. 2, 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

καταδειλιάω: μέλλ. -άσω ᾱ, δεικνύω δειλίαν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22, Δημ. 1410. 5, Ἡρῳδιαν. 2. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être abattu, paralysé par la peur;
2 reculer par crainte devant, acc..
Étymologie: κατά, δειλιάω.

Greek Monotonic

καταδειλιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], δείχνω δειλία, σημάδια φόβου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταδειλιάω: робеть, пугаться (οὐδέν Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.): ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. остолбеневший или оробевший.