κατακολυμβάω

Revision as of 22:37, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A dive down, Th.7.25, Arist.HA620b34, Luc.JTr. 48.

German (Pape)

[Seite 1355] untertauchen; Arist. H. A. 7, 2; Luc. Iov. trag. 48.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολυμβάω: βουτῶ κάτω, κολυμβῶ εἰς τὸ βάθος, Θουκ. 7. 5, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’enfoncer sous l’eau, plonger.
Étymologie: κατά, κολυμβάω.

Greek Monotonic

κατακολυμβάω: μέλ. -ήσω, καταδύομαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατακολυμβάω: погружаться в воду, нырять (χῆνες κατακολυμβῶσιν Arst.): κατακολυμβῶντες Thuc. водолазы; ὁ κατακολυμβῆσαι δεινός Luc. отлично ныряющий пловец.