καταπειρητηρίη

Revision as of 22:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sonde marine.
Étymologie: ion. p. *καταπειρατηρία, de κατά, πειράω.

Russian (Dvoretsky)

καταπειρητηρίη: ἡ мор. лот Her.