[Seite 1402] ἡ, ion. = κάθοδος, Her.
κάτοδος: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κάθοδος, ὃ ἴδε.
ion. c. κάθοδος.
κάτοδος, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. κάθοδος.
κάτοδος: ἡ ион. = κάθοδος.