καταδάνειος

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[δᾰ], ον,

   A burdened with mortgages, D.S.17.109.

German (Pape)

[Seite 1345] verschuldet, οὐσία D. Sic. 17, 109.

Greek (Liddell-Scott)

καταδάνειος: ᾰ, ον, «ὑποθηκευμένος», «καταφορτωμένος ἀπὸ δάνεια», «βουτημένος εἰς τὰ χρέη», οὐσία Διόδ. 17. 109.

Greek Monolingual

καταδάνειος, -ον (Α)
αυτός που έχει επιβαρυνθεί με πολλά δάνεια («καταδάνειος οὐσία», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

καταδάνειος: (δᾰ) обремененный долгами (οὐσία Diod.).