κατειργαθόμην

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

poet. aor. Med. of κατείργω, A.Eu.566.

Greek (Liddell-Scott)

κατειργᾰθόμην: ποιητ. μέσ. ἀόρ. τοῦ κατείργω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 566.

French (Bailly abrégé)

ao. Moy. poét. de κατείργω.

Greek Monotonic

κατειργᾰθόμην: ποιητ. Μέσ. αορ. βʹ του κατείργω.

Russian (Dvoretsky)

κατειργαθόμην: Aesch. aor. med. к κατείργω.