κίχρημι
English (LSJ)
A lend:—Med., κίχραμαι borrow, v. χράω:—Subst. κίχρησις, εως, ἡ, Tz.H.12.303.
German (Pape)
[Seite 1444] (χράω), fut. χρήσω, leihen, borgen; χρῆσόν γε νῦν ἡμῖν ξυρόν Ar. Th. 219; τινί τι, Her. 3, 58; ἀργύριον αὐτῷ χρῆσαι οὐκ ἠθέλησεν Plat. Demodoc. 384 e; προσδεηθεὶς ἀργυρίου, προσελθὼν τῷ πατρὶ ἐκέλευσε χρῆσαι χιλίας Dem. 49, 6; darleihen, τῶν κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ τι βούλει 53, 12; κιχράς Plut. Pomp. 29. – Med. sich leihen; Antiphan. B. A. 116, 11; Plut. u. Sp., die auch κιχράω sagen, Lob. zu Phryn. 402. Vgl. χράω.
Greek (Liddell-Scott)
κίχρημι: δανείζω, μέσ. κίχραμαι, δανείζομαι, ἴδε χράω Β· ― οὐσιαστ. κίχρησις, εως, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 12. 303.
French (Bailly abrégé)
f. χρήσω, ao. ἔχρησα, pf. κέχρηκα;
prêter : τί τινι, qch à qqn;
Moy. κίχραμαι (impf. ἐκιχράμην, ao. ἐχρησάμην) emprunter.
Étymologie: R. Χρα, avec redoubl. ; cf. χράω.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίχρημι [~ χρή] act. in gebruik geven, uitlenen, met dat.: τοὔνομα κ. zijn naam lenen aan Plut. Pomp. 29.4. med. lenen, te leen krijgen:. παρὰ τῶν γνωρίμων... κίχρησθαι van zijn kennissen lenen Thphr. Char. 30.20.
Russian (Dvoretsky)
κίχρημι: (fut. χρήσω, aor. ἔχρησα, pf. κέχρηκα; med.: praes. κίχραμαι, impf. ἐκιχράμην, aor. ἐχρησάμην с ᾰ) одалживать, давать в долг (τινί τι Her., Arph., Plat., Dem., Plut.); med. просить или брать в долг (τι παρά τινος Plut. и τί τινι Luc.).